Saturday, March 17, 2012

"Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το "Άσιμος" με γιώτα..."

"...Ήταν σαν να πέρασε από δώ ο Έτσι και να μας έδωσε ζωή, και να γινήκαμε όλοι έτσι
, και ξαναφεύγοντας ο Έτσι ρούφηξε όλη τη ζωή, παίρνοντας πίσω ό,τι είχε δώσει. Μαζί και μια σταγόνα απ' τον καθέναν. Ίσως του χρειαζόταν για να 'χει τη δύναμη να περπατά, για το αίμα που 'χε χάσει. Ίσως αυτό νομίζουν όλοι. Κι ίσως γι' αυτό τον αποφεύγουν, τον βρίζουν και τον θεωρούν αλήτη.
Ίσως το πήρα κι εγώ έτσι. Αλλά τον ξέρω 'γώ τον Έτσι. Και ήμουν πριν κι εγώ σαν Έτσι. Θέλει κουράγιο να 'σαι Έτσι. Για να μπορείς να παραμένεις έτσι, πρέπει να παίζεις την ψυχή σου. Κι εγώ το ξέρω, δεν είν' έτσι. Και ο καθένας είν' ο Έτσι..." 


Νικόλαος Ασημόπουλος ήτανε το επίσημό του όνομα.
Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη όπου μετέβησαν οι γονείς του για την γέννησή του. Αμέσως μετά επέστρεψαν στην πόλη της Κοζάνης όπου και διέμεναν.


Ο πατέρας του, ο Λάζαρος, ήταν έμπορος γυαλικών και φιαλών υγραερίου, ενώ η μητέρα του ονομαζόταν Μαρίκα. Ο Νικόλας ήταν ο πρωτότοκος. Ακολούθησαν οι Βασίλης (1952) και Δημήτρης (1956).

        Στο Δημοτικό λαμβάνει αρχικά μέρος σε σκετσάκια ενώ τελειόφοιτος παρελαύνει ως σημαιοφόρος. Στο Γυμνάσιο (Βαλταδώρειο Γυμνάσιο Αρρένων Κοζάνης) δεν τα θέλει καθόλου αυτά και καθησυχάζει τους γονείς του καθώς τον βλέπουν να μην διαβάζει: "Εγώ τα ξέρω, δεν πα να χτυπιούνται, εγώ θα γράψω στα γραπτά". Παιδαρέλι ακόμη, αρχίζει να δείχνει τον ανήσυχο χαρακτήρα του. Τον χαρακτηρίζει πλούσια αντίληψη, περιέργεια και σιγουριά, ενώ ο νεανικός εγωισμός βρίσκεται στο ζενίθ του. Οξύθυμος σαν φιτίλι, χωρίς ωστόσο να κρατάει κακία σε κανέναν. "Μόνο τον Νίκο που είχα, ήταν σαν να μεγάλωσα δέκα παιδιά", έλεγε η μητέρα του.
        Σαν μαθητής, του αρέσει να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία, γράφοντας παράλληλα στιχάκια και ποιήματα σαν χείμαρρος από την πρώτη κιόλας Λυκείου. Αφορμές, το σχολείο, η κοινωνική ζωή και ο καταπιεσμένος επαρχιακός έρωτας. Ένα υποκειμενικό καλλιτεχνικό "alter ego" αρχίζει να καλλιεργείται μέσα του. Για το σχολείο αρχίζει σταδιακά να αδιαφορεί και από διάβασμα, τόσο όσο για να βρίσκεται βαθμολογικά λίγο πιο πάνω από το μέσο όρο. Δεν έχει φίλους κολλητούς και ούτε βρίσκεται στο επίκεντρο κάποιας νεανικής παρέας.

       Το χειμώνα του 1966 αποτολμά να στείλει για δημοσίευση στην εφημερίδα "Ελεύθερος Κόσμος", στην στήλη για νέους που επιμελείτο ο Νίκος Μαστοράκης, εξελληνισμένους τους στίχους της γαλλικής επιτυχίας "Monsieur Cannibal". Αντί αυτού ο Μαστοράκης τον ειρωνεύεται με το γάντι. Ο Νικόλας ως ανταπάντηση συγγράφει μία τετρασέλιδη επιστολή, ερχόμενος στην πρώτη του δημόσια αντιπαράθεση. Αντιδρώντας με νεανικό κριτικό πνεύμα, βάζει τον Μαστοράκη στη θέση του με τρία εύστοχα τετράστιχα. Είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιεί δημοσίως το ψευδώνυμο Άσιμος. Έκτοτε το καθιερώνει.

       Έφηβος ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο, στη θέση του τερματοφύλακα ενώ οι συμπαίκτες του, του κόλλησαν το παρατσούκλι "Βίντος". Διακρίθηκε επίσης, στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους Διασχολικούς Αγώνες Στίβου Δυτικής Μακεδονίας, αρνούμενος κατά την απονομή να τοποθετήσει στη φανέλα του τα γράμματα "Λ.Α.Κ." (Λύκειο Αρρένων Κοζάνης).


Η μεταστροφή του Νικόλα επέρχεται κατά το τελευταίο σχολικό έτος. Αποφασίζει να σπουδάσει φιλολογία, παρόλο που στο Λύκειο ακολουθεί τον πρακτικό κλάδο. Έπειτα από εντατικά φροντιστήρια, το καλοκαίρι του 1967 καταφέρνει το ακατόρθωτο! Μαθαίνει λατινικά, αρχαία ελληνικά, ιστορία και έκθεση.

Ο Σεπτέμβρης τον βρίσκει στην Θεσσαλονίκη, να διασχίζει τις πύλες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, κάτοχο μιας θέσης στον κλάδο Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών, μακριά από την ασφυκτική οικογενειακή θαλπωρή.

 Τα χρόνια της φοιτητικής του ζωής ασχολήθηκε ενεργά με το θέατρο, ενώ παράλληλα έγραφε τραγούδια και τραγουδούσε σε μπουάτ. Συχνά είχε προβλήματα με την αστυνομία: ήταν η περίοδος της Χούντας και της λογοκρισίας που αυτή επιβάλλει.


Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα δραματολογίας στη Δραματική Σχολή Χαρατσάρη. Μάλιστα βρέθηκε σε κάποια στιγμή να κάνει ανεπίσημα και τον..."καθηγητή". Φυσικά μετά από λίγο καιρό τα παράτησε μιας και στα υπόγεια δωματιάκια της Παλιάς Φιλοσοφικής έστησε τον θεατρικό "ναό" του. Ήταν μόλις 21 ετών όταν θέλησε να σκηνοθετήσει!

Η Ασφάλεια έχει όμως αντίθετη άποψη. Τον ζορίζουν, του παρακρατούν την ταυτότητα (Δεν έβγαλε άλλη παρά μόνο 18 χρόνια αργότερα καταφέρνοντας να του εκδώσουν ταυτότητα στο όνομα Άσιμος με τη "διευκρίνιση" στο σημείο του Θρησκεύματος: "Άνευ Θρησκεύματος") και διαλύουν μετά απειλών την αυτοσχέδια θεατρική ομάδα πριν καν ξεκινήσει παραστάσεις.

       Την άνοιξη του 1972 συναντά τον Δημήτρη Δημητρακόπουλο (ο οποίος του έμαθε κιθάρα) και τον Γιώργο Κατσικαβέλη. Τα πρώτα τραγούδια  μελοποιούνται, ενώ εμφανής είναι η προδιάθεσή για πρόζα.

       Mέσα Δεκεμβρίου, στην καφετέρια που βρισκόταν στο δώμα του Λευκού Πύργου, "Ο Νικόλας Άσιμος και η παρέα Του", χωρίς μικρόφωνα και εξοπλισμό, εμφανίζονται μπροστά από κοινό.
Η επιτυχία ήταν άμεση. Η διάθεση για πρόζα κυριαρχεί και η συνεργασία  περνάει δοκιμασία. Ταυτόχρονα, αρχίζουν τα πηγαινέλα και στην Ασφάλεια. Ο Νικόλας αντιδρά, όμως είναι πλέον αργά. Η συνεργασία αποτελεί πια παρελθόν.

       Συνεχίζει με νέο σχήμα στο Λευκό Πύργο. Ταυτόχρονα αρχίζουν οι ρήξεις με τους συνεργάτες του. Αποκορύφωμα η αποχώρηση του Άσιμου από τον Λευκό Πύργο με μαυρισμένο μάτι. Μηνύει μάλιστα τον Γιώργο Αραπάκη, ο οποίος με την έκβαση της υπόθεσης καταδικάζεται σε 15ήμερη φυλάκιση.

       Στις 28 Μαρτίου 1973, ξεκινάει εκ νέου συνεργασία με τους Δημητρακόπουλο-Κατσικαβέλη καθώς και άλλους καλλιτέχνες στην ντισκοτέκ "Apple", όπου και συνεχίζει εμφανίσεις μέχρι τα τέλη Μαΐου.

       Από το πανεπιστήμιο έχει οριστικά ξεκόψει, παρόλο που απείχε 6 μονάχα μαθήματα από το πτυχίο σε μια ενσυνείδητη προσπάθεια να αποφύγει την θητεία και με τα όνειρά του για οδηγό χαράζει ρότα για την Αθήνα και τις ζωντανές εμφανίσεις.


Το 1973 φεύγει από τη Θεσσαλονίκη και πηγαίνει στην Αθήνα. Συνεχίζει να ασχολείται με το θέατρο και τελειώνει μια ιδιωτική σχολή Δραματικής Τέχνης. Γράφει τραγούδια τα οποία δε δισκογραφεί επίσημα, αλλά τα γράφει μόνος του σε κασέτες τις οποίες πουλάει σε διάφορους δρόμους της Αθήνας. Δίνει ακόμα μουσικές παραστάσεις σε μπουάτ της Πλάκας, και συνεργάζεται με καλλιτέχνες όπως ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, και η Κατερίνα Γώγου.
Η πρώτη του συμμετοχή στη δισκογραφία ήταν το 1974 με το single Ρωμιός-Μηχανισμός σε ηλικία 25 χρόνων.

Το Γενάρη του 1976, ξεκινάει με βασικό και εναπομένων σχήμα-ορχήστρα, τον μπασίστα Δημήτρη Τραντάλη (ο πιο πιστός συνεργάτης του Νικόλα), παραστάσεις στη Μνησικλέους 24 (Πλάκα), κάτω από τον τίτλο "Για Ένα Πολιτικό Καφενείο". Το μαγαζί κρατήθηκε όρθιο για μερικές βδομάδες και ο Νικόλας βάζει πια πλώρη για τα Εξάρχεια - όπου θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του.

Παρασκευή 28 Μαΐου του 1976, έρχεται στον κόσμο η "Νιουνιού", όπως συνήθιζε να αποκαλεί ο Νικόλας την κορούλα του Λίλιαν. Ανάμεσα από πολλές δυσκολίες, χωρίς δουλειά, άθλια οικονομικά και συνθήκες πείνας προσπαθεί να σταθεί όρθιος. Γράφει αρκετά επιστρατεύοντας τις καλλιτεχνικές του δυνάμεις με σκοπό την άμεση πολιτική και κοινωνική παρέμβαση, περνώντας  μπόλικες ώρες αγκαλιά με την κιθάρα του.

Το 1977 φυλακίστηκε προσωρινά μαζί με άλλους 5 εκδότες και συγγραφείς. Αποφυλακίστηκαν και οι 5 μετά από πρωτοβουλία του Διονύση Σαββόπουλου.


  Ο χειμώνας του 1976-77, τον βρίσκει στα κάγκελα του Πολυτεχνείου να πουλάει περιοδικά, κασέτες, και βιβλία για να βγάζει τα προς το ζην. Η Ασφάλεια τον τραβάει πολλές φορές στο τμήμα, για αντιεξουσιαστική και αντιμιλιταριστική στάση. Το ξύλο από κνίτες και μπάτσους έχει την τιμητική του.
       Μέσα στο 1977 υπάρχει μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, ότι ηχογράφησε μια πρώτη κασέτα και την διακινούσε. Δυστυχώς σήμερα δεν σώζεται κανένα αντίτυπο που να αποδεικνύει την ύπαρξή της.
       Το φιτίλι στα Εξάρχεια αρχίζει να καίει επικίνδυνα. Οι αντιεξουσιαστικές προκηρύξεις πυκνώνουν και η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη.
Με την κορούλα του αγκαλιά, ανεβαίνει για λίγο στην Κοζάνη. Σαν σφήνα δίνει μια συναυλία με την κιθάρα του στη ντισκοτέκ "Tiffany's".

Το φθινόπωρο του 1977, η αναμονή τελειώνει στα Εξάρχεια. Λόγω πολιτικών εξελίξεων και διεθνών γεγονότων οργανώνονται διαδηλώσεις στα Προπύλαια. Ακολουθούν αληθινές οδομαχίες και το πρώτο αίμα κυλάει στα σοκάκια. Η αστυνομία προχωρά σε συλλήψεις, 16 στον αριθμό. Ανάμεσά τους και ο Νικόλας, παρόλο που απείχε από τα συγκεκριμένα επεισόδια.

Τελικά 5 εκδότες και ένας συνθέτης ανατρεπτικών τραγουδιών (ο Άσιμος), στις 24 Οκτωβρίου προφυλακίζονται για να παραπεμφθούν σε δίκη (δεν έγινε ποτέ), με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας και υποκίνησης στην διατάραξη της κοινής ειρήνης. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο τότε ανακριτής της υπόθεσης είχε την εντιμότητα να παραδεχτεί το λάθος του.

Δύο μήνες κρατάει η προφυλάκιση, στην οποία έρχεται αντιμέτωπος με τους συγκρατούμενούς του για πολιτικούς λόγους. Εξερχόμενος από τις φυλακές της Αίγινας είπε: "Θα ξανάρθω!".

Το 1978 κατατάχτηκε στον στρατό. Ωστόσο δεν υπηρέτησε, αλλά πήρε απαλλαγή στράτευσης καταφέρνοντας να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από Σχιζοειδή ψύχωση. Κάτι τέτοιο δεν είχε ωστόσο καμία σχέση με την πραγματικότητα γιατί, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση και απλά ήταν ένα σχέδιο για να την αποφύγει. Την περίοδο 1980 - 1981 έγραψε το βιβλίο του Αναζητώντας Κροκάνθρωπους, το οποίο δεν εκδόθηκε επίσημα, αλλά κυκλοφόρησε από τον ίδιο σε φωτοτυπημένα αντίγραφα. Τα τελευταία χρόνια, και μετά τον θάνατό του, το βιβλίο αυτό έχει κυκλοφορήσει και από εκδοτικό οίκο κάτι που ο ίδιος δεν θα ήθελε να συμβεί.

Μια εξαιρετική και σπάνια φωτογραφία.Ο Νικόλας και η Νιουνιού περιεργάζονται πάγκους με βιβλία. Ίσως στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, γύρω στα 1980


Άνοιξη του 1980, ο αντιμιλιταριστικός στόχος για αποφυγή της θητείας είχε επιτευχθεί. Κράτησε 7 ολόκληρα χρόνια και η τελευταία του θεατρική παράσταση διάρκειας 3 ημερών, στήθηκε στην Πολεμική Αεροπορία του Ελληνικού. Στο απολυτήριο αναγράφονται ως αίτια απόλυσης: "Ψυχωσική συνδρομή σχιζοφρενικού τύπου", η γνωστή κατά τον Νικόλα: "Σχιζοφρενοβλαβίωση".

       Στη συνέχεια αποφασίζει να καταγράψει με στοιχειώδη χρονολογική σειρά, στίχους από τραγούδια και ποιήματα, προκηρύξεις, θεατρικά και αφίσες, συμβάντα και πολλές στιγμές, εκδίδοντας παράνομα και χωρίς εκδότη, το 150 (επιπρόσθετα περιλαμβάνονται 7 σελίδες με εξώφυλλα και αφίσες) σελίδων βιβλίο,  "Αναζητώντας Κροκανθρώπους". Η σπάνια αυτή έκδοση έγινε κατορθωτή το Φθινόπωρο του 1980, με την πολύτιμη βοήθεια του Λεωνίδα Χρηστάκη και κυκλοφόρησε σε άγνωστο αριθμό αντιτύπων (λιγότερα από 1500) σε δύο εξώφυλλα (ασπρόμαυρο και μαυρόασπρο).


Το 1982 κυκλοφόρησε το πρώτο του δίσκο μακράς διάρκειας με τίτλο Ο Ξαναπές. Μελοποίησε το "Ουλαλούμ" του Γιάννη Σκαρίμπα.


Στα 1983 με κλονισμένες τις ισορροπίες από τον ανελέητο πόλεμο και το φόβο των εγκλεισμών να ανεμίζει πάνω από το κεφάλι του, ξεκινάει την εσώτερή του "Βόλτα". Εγκαταλείπει αρχικά το υπόγειο στην Αραχώβης και ταυτόχρονα συμμετέχει σε δύο ταινίες. Τα "Βαποράκια" του Παύλου Τάσιου και στο "Ρεμπέτικο" του Κώστα Φέρρη. Τα καθημερινά συμβάντα στο δρόμο όμως κορυφώνονται επικίνδυνα.
Νοικιάζει στην Καλλιδρομίου 55 το γνωστό μαγαζάκι και το μετατρέπει σε "Χώρο Προετοιμασίας".

Οι μπάτσοι πλακώνουν συχνά-πυκνά. Η διαδρομή γνωστή: Τμήμα - Δαφνί - Καλλιδρομίου, κι απ' την αρχή. Ξύλο, ηλεκτροσόκ, ενέσεις, είναι μερικά από τα λυπηρά ανείπωτα του παρασκηνίου. Η "Βόλτα" του Νικόλα εκδηλώνεται πλέον μέσα από σημάδια και οιωνούς. Ο Βασιλιάς, ο Σοφός κι ο Γελωτοποιός  ενσαρκώνονται με μιας σε ένα οριστικό μπέρδεμα.


Καθώς μπαίνει ο χειμώνας του 1987 η ψυχική και σωματική υγεία του Νικόλα χειροτερεύει. Ταυτόχρονα αυξάνεται η σκληρότητά του σε διαδοχικά πειράματα αθανασίας που εκτελεί σε μικρά ζωάκια (στα χειρόγραφα της αυτοκτονίας ζητά την ύστατη συγχώρεση από τα ζωάκια αυτά για το λάθος που είχε κάνει), ενώ δοκιμάζεται η επιθετικότητά του καθώς τα χαστούκια κατά παντός δίνουν και παίρνουν και η μαγκούρα σαν γκόμενα τον συντροφεύει παντού. Εσωτερικά ωριμάζουν πλέον οι σκέψεις και τα σενάρια για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Το Φευγιό έχει ήδη ξεκινήσει...

Δευτέρα 8 Ιουνίου 1987.


Βράδυ Σαββάτου, στις 7 Ιουνίου 1987, στο διαμέρισμα της Ζαΐμη 56, λαμβάνει χώρα μια παρανοϊκή "Τελετή Μύησης" με την οικειοθελή παρουσία μιας κοπελιάς που ο έσχατος της φόβος συνδυάζεται με τις παρανοϊκές ιδέες και πράξεις του Νικόλα και οδηγούν στη σύλληψη και προφυλάκισή του με τις αβάσιμες κατηγορίες: "Βιασμός κατ' εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση". Κατά την διάρκεια της προφυλάκισής του η κοπελιά αποσύρει τη μήνυση εναντίον του, όμως ο εισαγγελέας έχει αντίθετη άποψη, έτσι παραμένει στον Κορυδαλλό μέχρι τέλη Ιουνίου οπότε βγαίνει με χρηματική εγγύηση που καταβάλλει η οικογένειά του.

Βγαίνοντας από το κελί, με τις κατηγορίες να του βαραίνουν την ψυχή, βυθίζεται κυριολεκτικά στην "Σχιζοφρενοβλαβίωσή" του. Οι περίοικοι και ο διαχειριστής του κάνουν τη ζωή δύσκολη, ενώ δεν λείπουν περιστατικά χρήσης βίας εναντίον του. Παλεύοντας με τους εφιάλτες του, σε μια προσπάθεια ψυχικής ανάκαμψης συμμετέχει στην βιντεοταινία "Ανθρωποφάγοι στην Τιβί" του Νίκου Ζερβού. Ίδια πάνω κάτω εποχή κάνει και ένα πέρασμα από την ταινία του Κώστα Φέρρη "Oh Babylon".

       Τον Οκτώβριο και παρά τη θέλησή του, έπειτα από οδηγίες του πατέρα του, οδηγείται διά της βίας στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική "Γαλήνη". Βγαίνοντας από την κλινική, κυριολεκτικά ράκος από τα ψυχοφάρμακα, τον περιμένει η δικαστική εξουσία που σαν στοργική μητέρα με ένα καταπέλτη - βούλευμα 22 σελίδων τον παραπέμπει σε δίκη για βιασμό.

       Η αφόρητη πίεση της επικείμενης δίκης, το τσεκούρι της έξωσης να ανεμίζει πάνω απ' το κεφάλι του, η φοβία των ψυχιατρείων και η ρετσινιά του βιαστή που κατακτά το μυαλό του, τον κάνουν κυριολεκτικά κομμάτια. Κρίσεις μελαγχολίας τον σφυρηλατούν, αυτοαπομόνωση, απελπισία και απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθεί...Μάταια όμως.

Το θλιβερό σκηνικό που διαδραματίστηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988,  καθώς το σκοινί στο λαιμό του ξεκλείδωνε τις πύλες του Συνειδητού Θανάτου δύσκολα μπορεί να το περιγράψει κανείς...Καλοτάξιδος όπου κι αν είσαι "Μπαγάσα"...


Ο "Χώρος Προετοιμασίας"

Πληροφορίες λένε ότι είχε φτιάξει ένα είδους ημερολόγιο, στο οποίο κατέγραφε τις τελευταίες 15 ημέρες. Σε αυτές τις 15 ημέρες έψαχνε κάτι που θα του "έδινε" λόγο να ζει. Σε όλες τις ημέρες είχε σημειώσει Χ (δηλαδή ότι δεν έβρισκε) και στην 15η ημέρα σημείωσε επίσης X, οπότε και αυτοκτόνησε. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο θάνατός του, η αυτοκτονία του, ήταν σαν προγραμματισμένα.


Η κηδεία του Νικόλα, έγινε το απόγευμα της Παρασκευής 18 Μαρτίου 1988 στο νεκροταφείο της Καλλιθέας στη Νέα Σμύρνη, παρουσία 200 περίπου ατόμων, σε μια εξαιρετικά φορτισμένη ατμόσφαιρα:

- "Παιδιά να μην αφήσουμε να τον πάρουν τον Νικόλα τα 'κοράκια'..."
- "Δεν ήξερα, αγόρι μου, ότι είχες τόσους φίλους..."
- "Θα μας λείψεις, αλλά να είσαι σίγουρος ότι η ευαισθησία και η ανθρωπιά
    δε θα λείψει..."
- "Λέγανε ότι ήσουν απροσάρμοστος, μα εμείς ξέραμε ότι ήσουν ευαίσθητος..."
- "Νικόλα, γεια σου, σ' αγαπάμε..."








Τα έξοδα της κηδείας ανάλαβε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, φροντίζοντας λίγο καιρό αργότερα να τοποθετηθεί μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη αναγράφοντας τους στίχους του "Μπαγάσα".

Εντύπωση προκαλεί η ενασχόληση των μέσων ενημέρωσης με την αυτοκτονία, ενώ οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ως αντικειμενικοί (όπως πάντα) κριτές κι επικριτές στολίζουν τα άρθρα τους με αρκετές  ανακρίβειες, λάθη και καταδίκες.

       Στο "Χώρο Προετοιμασίας", το μαγαζάκι στην Καλλιδρομίου 55, που αυτοκτόνησε ο Νικόλας, βρέθηκε από την αστυνομία ένα πρόχειρο αρχείο με δημοσιεύματα που τον αφορούσαν, αρκετές φωτογραφίες, χρηματικό ποσό, 3 κασέτες με πρόχειρες ηχογραφήσεις (μεταξύ τους και 6 ανέκδοτα τραγούδια), στίχοι και κείμενα.
Βρέθηκαν επίσης, οι πολυκάναλες μαγνητοταινίες που περιλαμβάνουν τις ηχογραφήσεις της περιόδου 1985-88, που έγιναν στο στούντιο "DIVA".

Ακόμη, βρέθηκαν τα 6 τελευταία χειρόγραφα σημειώματα του Νικόλα, στα οποία εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Παραθέτει επίσης οδηγίες για διάφορες  εκκρεμότητες που αφήνει πίσω του και κάποια μηνύματα: "Θάψτε με κάπου αν γίνεται ήσυχα ή καλύτερα κάψτε με και σκορπίστε με". Η αστυνομία βρήκε οκτώ χειρόγραφα αλλά μόνο έξι από αυτά φαίνεται να έγραψε ο Νικόλας. Όσον αφορά τα επιπρόσθετα δύο  χειρόγραφα το ένα είναι γραμμένο από την Λίτσα Περράκη και το άλλο είναι αμφιβόλου πατρότητας καθότι ο γραφικός χαρακτήρας διαφέρει από αυτόν του Άσιμου.



Τα λείψανα του Άσιμου μεταφέρονται στη γενέτειρά του Κοζάνη το 1992 και φυλάσσονται έκτοτε στο οστεοφυλάκιο του κοιμητηρίου της πόλης.
Επίσης στην Κοζάνη έχει μεταφερθεί και εντοιχιστεί σε μία γωνιά μέσα στο κοιμητήριο και η επιτύμβια πλάκα με τους στίχους του "Μπαγάσα".



Δισκογραφία 

Οι "παράνομες κασσέτες", όπως ήθελε ο ίδιος να τις ονομάζει, λόγω του στιχουργικού τους περιεχομένου, ηχογραφήθηκαν σε σπίτια ή άλλους κατάλληλους (ή μη) τόπους με διάφορους μουσικούς και διακινούνταν "υπόγεια" μέσω του ίδιου του καλλιτέχνη ή φίλων του, αποφεύγοντας έτσι την εκμετάλλευση των συνθέσεών του από τις δισκογραφικές εταιρίες. Όταν ήταν εν ζωή, ηχογράφησε, πλην των κασετών, ένα single με 2 τραγούδια και ένα δίσκο και συμμετείχε και σε δίσκο του Βασίλη Παπακωνσταντίνου με 5 δικές του συνθέσεις. Οι υπόλοιπες εκδόσεις τραγουδιών του είναι μεταθανάτιες.

1974, Ρωμιός- Μηχανισμός, single.

1978, Παράνομη κασέτα Νο.000001 "Κασέτα με το βαρέλι που για να βγει το σπάει"

1979, "Τριπλή κασέτα μπελά με χωρίς ταμπέλα" που περιέχει:
Παράνομη κασέτα No.000002 "Είμαι παλιάνθρωπος"
Παράνομη κασέτα No.000003 "Γιατί φοράς κλουβί"
Παράνομη κασέτα No.000004 "Κλάστε ελευθέρως"

1982, Ο Ξαναπές. Συμμετέχουν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χάρις Αλεξίου.

1986, "Τριπλή κασέτα" που περιέχει:
Παράνομη κασέτα No.000005 "Ο Σάλιαγκας"
Παράνομη κασέτα No.000006 "Η Ζαβολιά"
Παράνομη κασέτα No.000007 "Πάλι στην Ξεφτίλα"

1987, Παράνομη κασέτα No.000008 "Το Φανάρι του Διογένη"

1987, Συμμετοχή με 5 τραγούδια στο δίσκο "Χαιρετίσματα" του τραγουδιστή Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

1988, Συμμετοχή στο δίσκο "Ήχοι του Χειμώνα" με το τραγούδι "Πάλι στην ξεφτίλα".

1989, "Το Φανάρι του Διογένη". Ο δίσκος αυτός κυκλοφόρησε μετά θάνατον και περιέχει κομμάτια από την Παράνομη κασέτα No.000008 με μερικές απουσίες λόγω παρέμβασης από την δισκογραφική εταιρία. Συμμετέχει η Σωτηρία Λεονάρδου.

1992, "Στο φαλημέντο του κόσμου". Μετά θάνατον. Περιέχει επιλογές από τις παράνομες κασέτες. Συμμετέχει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.

1997, Το συγκρότημα Magic de Spell διασκευάζει το τραγούδι "Μπαταρία" του Νικόλα Άσιμου στο cd single τους "Ο Φόβος έχει όνομα".

1997, Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου διασκευάζει 5 τραγούδια του Νικόλα Άσιμου στο δίσκο "Πες μου ένα ψέμα ν' αποκοιμηθώ".

2000, Το συγκρότημα Ενδελέχεια διασκευάζει το τραγούδι "Μπαγάσας" του Νικόλα Άσιμου στο Cd single τους "Καθρέφτης".

2002, Συλλογή (2 Cd) ονομαζόμενη "Βιομηχανία του πεζοδρομίου" με επιλογές από τις παράνομες κασέτες του Νικόλα Άσιμου.

















Πηγές:

asimos.gr
el.wikipedia.org
YouTube


ΔΕΙΤΕ ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΕΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ


ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΟ the-sekouratoi.blogspot.com Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

No comments:

Post a Comment