O Αλέκος Κιτσάκης άφησε την τελευταία του πνοή στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, όπου νοσηλεύονταν τις τελευταίες ημέρες
Ο Αλέκος Κιτσάκης, μετά από επίσκεψη στo Προεδρικό Μέγαρο το 2005, για να πει τα κάλαντα στον Ηπειρώτη φίλο του Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, επιστρέφοντας στό σπίτι υπέστη έμφραγμα και εγκεφαλικό επεισόδειο...
Η περιπετειώδης ζωή
Ο Αλ.Κιτσάκης, γεννήθηκε στο Ριζοβούνι του Νομού Πρεβέζης το
1934 και έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου άρχισε να συμμετέχει σε εκδηλώσεις της Ηπειρώτικης ομοσπονδίας καθώς και σε μια φιλανθρωπική εκδήλωση στο θέατρο Reχ με την Μαρίκα Κοτοπούλη.
'' Από την κοιλιά της μάνας μου τραγουδάω, γεννήθηκα με το τραγούδι. Όλο μου το σόι τραγουδάει. Ο πατέρας μου και η μάνα μου τραγουδούσανε. Δυστυχώς, όμως, τους έχασα πολύ νωρίς. Οκτώμιση μηνών με άφησε ο πατέρας μου, ενάμισι χρονών η μάνα μου. Και μεγάλωσα σε ξένα χέρια.
Είχε γίνει ολόκληρο συμβούλιο για το ποιος θα με πάρει, γιατί τότε, όταν έχασα τους γονείς μου, βύζαινα ακόμα. Κι ένας αδελφός της μάνας μου, ο Γιώργος Γιαννάκης, είχε τη γυναίκα του μ' ένα μωρό, οπότε αποφάσισε να με πάρει αυτός. Τέσσερα παιδιά και αυτός, καταλαβαίνεις, φτώχεια, δυστυχία, ορφάνια, όλα μαζί. Με πήρε, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος και με πήγαινε να με θηλάζουν σε γειτόνισσες, από εδώ και από εκεί.
Από μικρός όμως κατάλαβα ότι είχα μουσικό αυτί. Με πήγαινε ο θείος μου στα πρόβατα, άκουγα τα ξαδέλφια μου να τραγουδάνε και έπιανα όλο το ρυθμό. Και γι' αυτό ευχαριστώ το Θεό. Μου έδωσε ένα μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι αλλά παράλληλα μου έδωσε κι ένα μεγάλο μουσικό αυτί. Τα πιάνω όλα τα τραγούδια. Και αυτό με βοήθησε αν και ήμουν, μικρός και ορφανός, να είμαι κάτι σαν… φίρμα στο χωριό.
Μια φορά τραγούδησα όλη μέρα για να μου δώσουν ένα πορτοκάλι!
Άκουγα τα τραγούδια που λέγανε τα ξαδέλφια μου και τα τραγουδούσα. Τους άρεσαν. 'Έλα Αλέξη, τραγούδησε μας κάτι' μου έλεγαν.
Θυμάμαι μια φορά, παιδάκι τότε εγώ, γινόταν ένας γάμος στο Γαλατά. Φύλαγα τα πρόβατα κοντά, πιάνω ένα τραγούδι και σταμάτησε ο γάμος… Από πού έρχεται αυτή η φωνή; είπαν, λες και ήταν ένα σπάνιο αηδόνι. 'Ο Αλέξης, ο Αλέξης', φώναξαν. Και ξέρετε γιατί τραγούδησα; Μπας και με ακούσουν και με καλέσουν στο γάμο να μου δώσουν και μένα ένα πιάτο φαΐ. Δύσκολες εποχές, πετσί και κόκαλο ήμουνα.
Μια μέρα, θυμάμαι, με έβαλε ένας άνθρωπος, Δόσης λεγότανε, να τραγουδάω για να μου δώσει ένα πορτοκάλι. Τραγουδούσα όλη μέρα, με πέθανε. Όλη μέρα για ένα πορτοκάλι.
Εγώ το τραγούδι το έχω μέσα μου. Όλοι τραγουδούσαν αλλά εγώ ήμουν ένα αηδόνι! Αηδόνι! Τώρα, εδώ μέσα (σ.σ. η συνέντευξη έγινε σε καφετέρια), αν πάρω το μικρόφωνο θα γίνει χαμός. Δεν χρειάζεται να πιω δέκα μπουκάλια ουίσκι όπως κάνουν κάποιοι άλλοι για να κάνω κέφι. Όποτε μου πεις να τραγουδήσω, θα το κάνω, δεν έχω πρόβλημα. Είναι κάτι που βγαίνει αυθόρμητα από μέσα μου. Γι' αυτό σου λέω γεννήθηκα τραγουδιστής.
H ζωή μου ήταν δυστυχισμένη στο χωριό. Σε μια εποχή λίγο μετά τον πόλεμο, φαντάσου τι ζωή μπορούσε να έκανε ένα ορφανό παιδί. Κοιμόμασταν σ΄ ένα δωμάτιο πέντε παιδιά. Τη θειά μου τη φώναζα μάνα... Θυμάμαι, επτά χρονών, να με στέλνουν να βοσκήσω τις γίδες, να πεθαίνω από το κρύο με μια σκισμένη βελέντζα στην πλάτη και να μην μπορώ να κάνω τίποτα. Έκλαιγα και έλεγα, ρε παιδιά, να με πάρει η Παναγία, τόσο πολύ δύσκολες μέρες περνούσα. Άλλες φορές παρακαλούσα το Θεό να μου δώσει και μένα ένα ζευγάρι παπούτσια για να βάλω μέσα τα ποδαράκια μου. Αγανακτισμένος και πονεμένος, τέτοια δυστυχία.
Θυμάμαι ένας καπετάνιος, παλικάρι μεγάλο, υπασπιστής του Βενιζέλου, Νίκος Σουλιώτης το όνομα του, ερχόταν καμιά φορά στο χωριό, με άκουγε και ήθελε να με πάρει. Αλλά ο θείος δεν με άφηνε να φύγω γιατί φύλαγα τα προβατάκια. Και πάνω στην ορφάνια που είχα, πέθανε και η θειά. Είχε πάει να κάνει μια έκτρωση στα Λέλοβα, να βγάλει ένα παιδί που είχε πιάσει και πέθανε πάνω στην επέμβαση. Πέθανε η θειά μου, μένω δύο φορές ορφανός. Τι να το κάνω εγώ τώρα το παιδί έλεγε ο μπάρμπας μου ο Γιαννάκης, να φύγει το παιδί. Πέθανε η γυναίκα του και αναγκαστικά με έδιωξε.
Mε πήρε λοιπόν ένας χωριανός, 9-10 χρονών ήμουνα, και με πήγε στην Πρέβεζα. Μέσα στο αυτοκίνητο είχε ζώα κι εγώ μέσα σ' αυτά. Με βάζει στο «Γλάρο», το μοναδικό πλοίο που έκανε τότε τη διαδρομή Πρέβεζα - Πάτρα και κατεβαίνουμε στην Πάτρα. Όταν μπήκαμε μέσα στο πλοίο, ο πονηρός ο χωριανός μου λέει δεν αρχινάς κανένα τραγούδι εδώ -πάνω στο κατάστρωμα; Ξεκινάω λοιπόν να τραγουδώ την Τζαβέλαινα και μαζεύτηκε απ' όλο το καράβι σαν το μελίσσι, ο κόσμος. Ποιος τραγουδάει λέγανε όλοι. Το μαθαίνει ο καπετάνιος, 'φέρτον εδώ' λέει, ήθελε να με κάνει παιδί του, τόσο πολύ συγκινήθηκε από το τραγούδι. Με έβαλε να φάω γαρίδες, πόσες να φάω εγώ, μικρό παιδί ήμουνα.
Κάποια στιγμή, Οκτώβρης του '46, ήρθα στην Αθήνα. Με έφερε αυτός ο χωριανός μου, είχε έναν αδελφό στο Γουδί που δούλευε στο Υπουργείο Οικονομικών, Γεώργιος Παπαδήμας λεγότανε. Αυτός είχε καμιά δεκαπενταριά –είκοσι χρόνια στην Αθήνα. Τότε στο Γουδί δεν υπήρχε τίποτα, μόνο στρατώνες. Ο αδελφός του χωριανού μου έφτιαχνε ένα σπίτι τότε, γιαπί ήτανε και με έβαζε να φυλάω τα γουρούνια. Δύο-τρεις μήνες κράτησε αυτή η ιστορία. 'Ρε παιδιά, -τους έλεγα- εγώ φύλαγα πρόβατα στο χωριό, αν ήταν να έρθω στην Αθήνα να φυλάω γουρούνια καλύτερα να έμενα στο χωριό με τα προβατάκια'. 'Τι ήρθα να κάνω εδώ', αναρωτιόμουν.
Ευτυχώς μαθαίνει που ήμουνα ο Νίκος ο Σουλιώτης, ο καπετάνιος και έρχεται και με παίρνει. Χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη σε αυτόν τον άνθρωπο. Μιλάμε για μεγάλη προσωπικότητα. Με παίρνει, που λες, ο καπετάνιος και με πηγαίνει στα γραφεία της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας στην Αθήνα. Ήταν Δεκέμβρης του '46, τα γραφεία στεγαζόντουσαν τότε στην Καποδιστρίου -42.
Εκεί ήταν ο Σταμάτης, Γενικός Γραμματέας τότε της Πανηπειρωτικής, ο Μάρκος ο Θάνος, από τα ιδρυτικά μέλη και πρώτος πρόεδρος της Πανηπειρωτικής και ένας αντιπρόεδρος από το Πολυστάφυλο. 'Από πού είσαι' μου λένε, 'από το Σούλι' απαντώ. 'Για πες μας ένα τραγούδι' μου λένε. Και ξεκινάω ένα τραγούδι ρε παιδιά και… τρίξανε τα τζάμια.
Eίχα ίσκιο, όλοι με αγαπούσαν
Την Τζαβέλαινα είπα. Έτριξαν τα τζάμια. Ήμουν παιδί, αδύνατο, δεν περίμεναν να βγει τέτοια φωνή από μένα. Ενθουσιάστηκαν και είπανε να με βάλουνε να τραγουδήσω στην κοπή της πίτας. Κι έτσι αποφάσισαν να με βάλουν να τραγουδήσω στην πρώτη μεταπολεμική γιορτή της Ομοσπονδίας, στο κόψιμο της πίτας. Ήτανε 11 Ιανουαρίου του 1947 στο θέατρο της Αλίκης. Φαντάσου τότε, 11 χρονών παιδί, να βγει με καμάρι και να τραγουδάει για πρώτη φορά σε θέατρο. Στο πρόγραμμα που βγάλανε τότε λέγανε ότι τραγουδάει και ο μικρός Αλέξης. Ήμουν, που λες, συμπαθητικό παιδάκι. Γεννήθηκα έτσι. Είχα ίσκιο. Όποιος με γνώριζε ήθελε να με κάνει παιδί του.
Με ντύσανε με φουστανέλα και μου βάλανε και μια κορδέλα που έλεγε 'Σούλι'. Εγώ τότε δεν ήξερα τι εστί Πανηπειρωτική, τι εστί θέατρο. Τραγούδησα λοιπόν την Τζαβέλαινα. Την εποχή εκείνη ο κόσμος ήταν πολύ πονεμένος και μόλις με άκουσε τρελάθηκε. Κλαίγανε. Μόλις τελείωσα όλοι μου έδωσαν ένα θεόρατο χειροκρότημα. «Γεια σου λεβέντη μου, γεια σου Αλέκο μου, γεια σου Αλέξη μου» μου φωνάζανε. Χαμός έγινε. Και εκεί βγήκε ο Αχιλλέας ο Ζώης και είπε ότι αυτό το παιδί το αναλαμβάνει η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία υπό την προστασία της. Τον είχα σαν πατέρα μου αυτόν τον άνθρωπο.
Μετά την κοπή της πίτας με παίρνει ο Ζώης λοιπόν και με πάει στο Μινιόν. Τότε φορούσα ένα τραγίσιο κοντό παντελόνι, σκληρό Παναγιά μου, μου έτρωγε τα γόνατα και μου τα μάτωνε. Και με παίρνει λοιπόν, να είναι καλά εκεί που είναι τώρα ο άνθρωπος, για να μου βγάλει μια φωτογραφία για να θυμάμαι, μου λέει, που ήμουνα και πώς ξεκίνησα.
Αυτή η φωτογραφία είναι πολύ σημαντική για μένα, είναι ένα από τα κειμήλια μου. Αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος λοιπόν, ο Αχιλλέας ο Ζώης, μου πήρε το πρώτο κουστουμάκι από το Μινιόν, ένα γκρι. Και μου πήρε κι ένα παντελονάκι που ήταν πάνω από το γόνατα. Με το που το έβαλα και πέταξα το τραγίσιο παντελόνι πετούσα από τη χαρά μου. Φόρεσα και ωραία παπουτσάκια. Ένοιωσα σα να έγινα για πρώτη φορά γαμπρός στη ζωή μου…
Έτσι ήρθα στην Αθήνα για πρώτη φορά, ορφανό παιδί με τραγίσιο παντελόνι, τραγίσιο σακάκι και δύο αριστερά χιλιομπαλωμένα παπούτσια.
πό κει και πέρα, λοιπόν, αρχίζουν τα σπουδαία. Μέσα στο θέατρο, ξέχασα να πω, ήταν η Μαρίκα η Κοτοπούλη. Η μεγαλύτερη ηθοποιός, η μεγαλύτερη τραγωδός που έβγαλε ποτέ το ελληνικό θέατρο. Καταγόταν από τα Ζαγόρια η Κοτοπούλη. Ηπειρώτισσα και Ζαγορίσια. Όταν με άκουσε τρελάθηκε. Και έρχεται πάνω στα παρασκήνια και μου λέει, "παιδί μου εσύ είσαι φαινόμενο".
Εκείνη την εποχή δέσποζαν δύο ιέρειες στο ελληνικό θέατρο: Η Κυβέλη και η Κοτοπούλη. Η Κυβέλη ήταν δημοκρατικιά και έλεγαν ότι είχε σχέση τότε με τον Γεώργιο Παπαντρέου, το Γέρο της Δημοκρατίας.
Η Μαρίκα η Κοτοπούλη ήταν βασιλικότερη του Βασιλέως. Είχε μεγάλη σχέση με το παλάτι. Μόλις με άκουσε λοιπόν η Κοτοπούλη φώναξε τον Αχιλλέα το Ζώη και το ρώτησε, "ποιος έχει το παιδί αυτό;". "Το έχω εγώ" της απαντάει.
Θυμάμαι μέσα στον Ιανουάριο του 1947, η Κοτοπούλη θα έκανε μια γιορτή στο θέατρο Rex. Μια φιλανθρωπική γιορτή. Θα μου το φέρετε είπε στο Ζώη την τάδε Κυριακή να το βάλω να τραγουδήσει, να το ακούσει και η Φρειδερίκη. Πριγκίπισσα ήταν τότε η Φρειδερίκη, δεν είχε γίνει ακόμα βασίλισσα. Ήρθε λοιπόν ένα αυτοκίνητο, ταξί, να με πάρει από την πλατεία Αμερικής για να με πάει στο θέατρο Rex.
Όταν πήγα λοιπόν εκεί άνοιξε μια πόρτα. Εγώ δεν ήξερα τότε τίποτε. Μπήκα λοιπόν μέσα. Πατάνε ένα κουμπί και αρχίζουν όλα να κουνιούνται. "Που πάμε Θείο, που πάμε Θείο" έλεγα εγώ στον Ζώη, πέθανα από το φόβο μου. Πρώτη φόρα έμπαινα σ' ασανσέρ.
Ήταν και κάτι κυρίες με γούνες που πηγαίνανε στην εκδήλωση και πέθαναν στα γέλια. Τις βλέπει η Κοτοπούλη και τις λέει "Μη γελάτε. Αυτό το παιδί θα τραγουδήσει εδώ απόψε και θα 'πεθάνετε' από το χαμό που θα γίνει".
Βγήκα λοιπόν από το ασανσέρ και έτρεμαν τα πόδια μου. Πάει η Κοτοπούλη, βρίσκει τη Φρειδερίκη και την φωνάζει "Υψηλοτάτη". Παιδί, δώδεκα χρόνων ήμουν εγώ όταν είδα για πρώτη φορά τη Φρειδερίκη. "Υψηλοτάτη" -της λέει -"σας έφερα αυτό το ορφανό από μάνα και πατέρα, παιδί. Ήρθε με τα πόδια από τη δοξασμένη την Ήπειρό μας και θέλω να το προσέξεις ιδιαιτέρως Υψηλοτάτη γιατί τραγουδάει θαυμάσια και γιατί αξίζει τον κόπο να το στηρίξουμε. Το παιδάκι είναι ορφανό". "Θα το βοηθήσω" άκουσα τη Φρειδερίκη να λέει, όπως συζητούσαν μέσα οι δύο τους. Βγήκα, λοιπόν, να τραγουδήσω κι έγινε χαμός.
Θυμάμαι, όταν ήμουνα υπό την προστασία του παλατιού, φοιτούσα σ΄ ένα ιδιωτικό σχολείο στη Φιλοθέη. Πετούσαν τα μαλλιά μου προς τα πάνω σαν σπάθες και μου βάζανε μπριγιαντίνη για να μην πετάνε. Αλλά στο δρόμο από το σπίτι μέχρι το σχολείο αγρίευαν ξανά τα μαλλιά μου. «Εεε» μου λέει ένας μια φορά «πώς είσαι εσύ έτσι. Απαγορεύεται να πετάνε τα μαλλιά σου έτσι». Αγριεύω εγώ, πετάω ένα «γ… τη μάνα σου» και του ρίχνω ένα χαστούκι. Με πήγε λοιπόν στο Διευθυντή. «Γιατί, παιδάκι μου, του είπες «γ… τη μάνα σου». «Μου έφυγε η γλώσσα, κύριε, μου έφυγε η γλώσσα». Τι να πω… Τη γλίτωσα όμως.
Τα θρανία αν και ήτανε πολυτελείας εγώ τα χάραζα με ξυράφι και έγραφα το όνομα μου: Aλέξης Κιτσάκης. Ζορό παιδί μου.
Που λες, μετά τα γεγονότα αυτά, συνεννοήθηκε η Βασίλισσα με την Πανηπειρωτική για να με στείλουν σ' ένα ορφανοτροφείο. Είπε λοιπόν η Βασίλισσα στο Ζώη 'να στείλουμε αυτό το παιδί σ' ένα οικοτροφείο να βγάλει το Δημοτικό'.
Τότε ήταν γενικός διευθυντής όλων των οικοτροφείων και ορφανοτροφείων της Ελλάδος ο Θεόδωρος Θεοδωρίδης, του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.Ηπειρώτης. Θεός σχωρέστον. Τελικά συνεννοηθήκαν να με στείλουν στο οικοτροφείο Κερκύρας
Πήγα λοιπόν στο οικοτροφείο, στο Αχίλλειο Ίδρυμα, και έβγαλα το Δημοτικό. Εκεί έκανα πρόσκοπος και τραγουδούσα στις εκδηλώσεις. Πήρα αρχές ωραίες από τον προσκοπισμό. Ούτε ξέρω πώς έγινα πρόσκοπος να λέω την αλήθεια.
Πιστεύω πολύ στο Θεό και για την Παναγία τη Μεγαλόχαρη πεθαίνω. Όταν λέω πιστεύω, δεν εννοώ ότι πηγαίνω συχνά στην εκκλησία. Προσπαθώ να είμαι καλός άνθρωπος. Πιστεύω ότι σ' όλη μου την πορεία είχα μεγάλη βοήθεια από το Θεό.
Φεύγω, λοιπόν, από την Κέρκυρα και με στέλνουν, το Σεπτέμβριο του 1949, στη μέση Γεωπονική Σχολή Πατρών («Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο»). Έκανα τρία χρόνια εκεί. Εκεί στο Σκαγιοπούλειο με ακούσανε να τραγουδάω. Είχα έναν Παντελή Μαγγίνα καθηγητή. Ήταν σπουδαίος ψάλτης αυτός. Και ο διευθυντής της Σχολής, Τζάνης λεγότανε. Εκεί ήταν και ένας σπουδαίος καθηγητής από τα Τζουμέρκα, ο Τοπάλης Ευάγγελος.
Αυτοί οι άνθρωποι με βοηθήσανε πάρα πολύ στο ορφανοτροφείο. Με προσέχανε. Είχαμε και εργασίες, σκάβαμε, αλλά αυτοί δεν με έστελναν σε τέτοιες αγγαρείες για να μην κουράζομαι. Ειδικά ο Τοπάλης με πρόσεχε πάρα πολύ.
Ο Μαγγίνας, επειδή είχαμε μια εκκλησία μέσα, με έβαζε κάθε Κυριακή και έψελνα τον Απόστολο. Και ερχόταν κόσμος απ' έξω για να ακούσει το παιδάκι που έψελνε τον Απόστολο στο Σκαγιοπούλειο. Έψελνα εγώ, που λέτε, τρελαινόταν ο κόσμος.
Τι έκαναν λοιπόν: Με στέλνουν στο Ωδείο Πατρών. Πήγα στο Ωδείο τότε. Και τραγούδαγα στην «ώρα του αγρότη», είχε μια εκπομπή τότε ο Μαγγίνας στο ραδιόφωνο και με έβαζε και τραγούδαγα στην εκπομπή του. Χάλαγε ο κόσμος, όλη η Πάτρα με άκουγε. 'Ποιο παιδάκι τραγουδάει λέγανε' και ανοίγανε το ράδιο για να με ακούνε να τραγουδάω. Τρελάθηκε όλη η Πάτρα τότε.
Όταν, λοιπόν, τελείωσα με το καλό το 'Σκαγιοπούλειο' πήγα στην Αθήνα. Και από εδώ αρχίζει η ιστορία η μεγάλη παιδάκι μου. Αρχίζει ο Γολγοθάς της ζωής...
Στην Αθήνα δεν είχα κανέναν. Κοιμόμουνα σ' ένα γκαράζ στην οδό Αγίου Μελετίου και Λιοσίων γωνία.
Θυμάμαι ότι τραγούδησα σε μια εκδήλωση στο θέατρο Παρνασσού στην πλατεία Καρύτση, εκεί που έβγαιναν παλιά «ΤΑ ΝΕΑ». Εδώ αρχίζει τώρα η ζωή. Εκεί κάνανε εκδηλώσεις τα Ωδεία και διάφοροι σύλλογοι. Τραγουδάω, λοιπόν, σε μια εκδήλωση και μέσα ήταν ο Γενικός Διευθυντής του ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας). Και μ' άκουσε. Τρελάθηκε. Αμέσως με φωνάζει. «Έλα εδώ παιδί μου» λέει, «θέλω να έρθεις στο γραφείο μου». Το να τραγουδήσεις τότε στο ραδιόφωνο ήταν το μεγαλύτερο δώρο. Πάω λοιπόν και μου δίνει τότε δύο εκπομπές. Να τραγουδάω Δημοτικά τραγούδια δύο φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και Πέμπτη. Σε κάθε εκπομπή τραγουδούσα συνέχεια για μισή ώρα. Από εδώ, λοιπόν, αρχίζει η τύχη μου.
Άκου να δεις τώρα. Στο ΕΙΡ, ήταν η μεγαλύτερη δημοσιογράφος που υπήρχε τότε στο ραδιόφωνο. Η Αθηνά Σπανούδη. Αυτή κυριαρχούσε τότε στο ραδιόφωνο. Ήταν κόρη του Κωνσταντίνου Σπανούδη πρώτου προέδρου και ιδρυτή της ΑΕΚ. Μεγάλη Κωνσταντινουπολίτικη οικογένεια αυτή. Με ακούει, λοιπόν, αυτή και μου λέει, «θα σε πάω στον Καλομοίρη». Κοιτάξτε να δείτε πώς ανοίγει ο δρόμος τώρα για τη ζωή μου.
Ο ένας με πήγε στο ραδιόφωνο και η Σπανούδη με παίρνει από το χέρι και με πάει στον Καλομοίρη. Αυτή η Σπανούδη, δε, ήταν φίλη ενός μεγάλου γιατρού τότε ακτινολόγου, του Βασίλειου Χρήστου, Θεός σχωρές την ψυχούλα του. Αυτός καταγόταν από τη Πυρσόγιαννη Κονίτσης. Μεγάλος ακτινολόγος, ιατρός. Ο Θεός τον έστειλε, γιατί σου λέω πιστεύω στο Θεό. Αυτός που λες είχε ένα ιατρείο, Μενάνδρου 58. Ολόκληρο όροφο δικό του.
Για τρεις ανθρώπους αισθάνομαι ες αεί ευγνωμοσύνη. Σημειώστε τους: Ένας είναι ο Αθανάσιος Γκογκόνης, Βορειοηπειρώτης και πολύ μεγάλος δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ηπειρωτικό Μέλλον». Μετά είναι ο Σταμάτης Κωνσταντίνος, δικηγόρος και για πολλά χρόνια Γενικός Γραμματέας της Πανηπειρωτικής και τέλος ο ακτινολόγος γιατρός Βασίλειος Χρήστου. Γι' αυτούς τους τρεις αισθάνομαι ες αεί ευγνωμοσύνη. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για πολύ κόσμο αλλά ειδικά γι' αυτούς τους τρεις περισσότερο. Αυτοί οι τρεις με στήριξαν.
Με παίρνει λοιπόν η Αθηνά η Σπανούδη από το χέρι και με πάει στο Μανώλη τον Καλομοίρη. Ο Μανώλης ο Καλομοίρης είναι ο ιδρυτής του Εθνικού Ωδείου –τότε ήταν και πρόεδρος του Εθνικού Ωδείου- και για μένα ο μεγαλύτερος μουσουργός που έβγαλε ποτέ η χώρα μας. Και λάτρευε το Δημοτικό τραγούδι. Κι αυτός κι η γυναίκα του. Άκου να δεις που μ' έστειλε. Ακαδημαϊκός και αθάνατος ο Καλομοίρης. Βιβλική μορφή αυτός ο άνθρωπος. Να τον έχει καλεί ο Θεούλης εκεί που' ναι. Είχα την τύχη λοιπόν να πάω σ' αυτόν τον άνθρωπο που ήταν κολοσσός τότε.
Με πάει λοιπόν στο Ωδείο και λέει στο Καλομοίρη, «Μανώλη σου φέρνω το μεγαλύτερο ταλέντο που είδαν τα μάτια μου». Με πήρε ο Καλομοίρης, βιβλική μορφή, όπως προανέφερα, από τη Σάμο καταγόταν. Με έπιασε δέος όταν τον είδα. «Έλα εδώ παιδί μου», μου λέει, «να σε πάμε στο διοικητικό συμβούλιο να σ' ακούσουμε».
Πάω μέσα λοιπόν και τραγουδάω. Μόλις με άκουσαν τρελάθηκαν.
Και με πιάνει η καθηγήτρια ορθοφωνίας, η Μάγκυ Καρατζά, προσωπική φίλη του Δημήτρη Μητρόπουλου, μεγάλου μαέστρου, διευθυντή συμφωνικής ορχήστρας της Νέας Υόρκης. Παίρνει το πιάνο και μου λέει «οοοοοο-ιιιιιιιι, ταταταν ταταταν», έλεγε τους τόνους και περίμενε να τους πω κι εγώ. Ήθελαν να διαπιστώσουν αν έχω μουσικό αυτί για να δουν αν μπορώ να προοδεύσω. Ξεκινάω λοιπόν εγώ και τα λέω ακριβώς με τους τόνους που μου είπε. Πως συνδυάζονται αυτά παιδιά; Αυτό είναι το φαινόμενο. Να συνδυάζεις και τα δύο. Αλλάζει πάλι τόνους, τους λέω σωστά εγώ. Μόλις εκείνοι ακούσαν ότι έπαιρνε στροφές το αυτί μου, είπαν ότι 'αυτό το παιδί θα γίνει μεγάλος τραγουδιστής'. «Αυτό το παιδί είναι φαινόμενο» είπαν.
Αποφασίζει λοιπόν το Διοικητικό Συμβούλιο να με δεχθεί στο Εθνικό Ωδείο δωρεάν. Με υποτροφία, να μην πληρώνω φράγκο. Το χαρτί ότι είχα σπουδάσει στο Εθνικό Ωδείο το είχα χάσει βρε παιδιά, και το βρήκα πρόσφατα.
Και είχα, θυμάμαι, την Καίτη Μοσχούτη καθηγήτρια στο σολφέζ, να την έχει καλά ο Θεός και η Παναγία. Όλα δεκάρια μου έβαζε.
Και ξεκινάω στο Εθνικό Ωδείο. Και μου έλεγε ο Καλομοίρης, 'για να σου βάλω άριστα εγώ θα μου πεις ένα κλέφτικο'. Και ξεκινούσα τα κλέφτικα.''
Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στό Οικοτροφείο Κέρκυρας (Αχίλλειο Ίδρυμα) και τον Σεπτέμβριο 1949 στάλθηκε στή Μέση Γεωπονική σχολή Πατρών (Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο) όπου παράλληλα σπούδασε στό Ωδείο Πατρών, έψελνε στήν εκκλησία και παρουσιάζονταν σε εκπομπές Δημοτικού τραγουδιού στό ραδιόφωνο.
Το 1966 είχε έναν ατυχή πρώτο γάμο και το 1987 είχε το δεύτερο γάμο του, από τον οποίο απέκτησε ένα αγόρι. Η κηδεία του θα γίνει μεθάυριο Τεταρτη (4/2/2016)στον Άγιο Νικόλαο Κοπάνων,στα Γιάννενα.
Ηχογράφησε περίπου 2500 τραγούδια. Είχε συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού όπως την Καίτη Γκρέι, τον Στέλιο Καζαντζίδη, τη Μαρινέλλα, τη Ρίτα Σακελαρίου, την Τζένη Βάνου, τον Περικλή Περράκη, τον Βασίλη Σούκα, τον Στάθη Κάβουρα, και πολλούς άλλους καλλιτέχνες.
Τα χιλιάδες τραγούδια του, εξυμνούν συνήθως την Ήπειρο, την φυσική ομορφιά του τοπίου, την ποιμενική ζωή, την ξενιτιά, τον έρωτα αλλά και τους αγώνες του Ελληνικού Έθνους. Η χροιά της φωνής του τον καταξίωσε ως υπ αριθμόν ένα τραγουδιστή Δημοτικών Τραγουδιών του εικοστού αιώνα, και είχε χαρακτηριστεί «ως ο Στέλιος Καζαντζίδης του δημοτικού τραγουδιού». O αξέχαστος Έλληνας τραγουδιστής, Στέλιος Καζαντζίδης ήταν θαυμαστής του Αλέκου Κιτσάκη.Μέσα από την φωνή του βρήκε τρόπο έκφρασης ο έρωτας, η ξενιτιά, η ποιμενική ζωή και οι αγώνες του λαού μας.
Καλλιτεχνικό έργο - Ημερολόγιο
Έτος 1934: Γέννηση στο Ριζοβούνι Πρέβεζας.
Έτος 1935: Μένει ορφανός από πατέρα.
Έτος 1937: Μένει ορφανός από μητέρα. Υιοθετείται από τον θείο του.
Έτος 1946: Φεύγει για την Αθήνα με το πλοίο "Γλάρος" από Πρέβεζα.
Έτος 1954: Γραμμοφωνεί τα τρία πρώτα τραγούδια με τον Βάιο Μαλλιάρα τον κλαρινίστα.
Έτος 1956: Γραμμοφωνεί τα εξής τέσσερα τραγούδια: "Βλαχοθανάσης", "Βασίλω μου σ' αντάμωσα", "Λίτσα Βαγγελίτσα μου" και "Περιστεράκια όμορφα".
Έτος 1960: Ηχογραφούνται «Οι κλέφτες», το «Πάμε στο λόγγο για ξύλα μωρ Λένη», όπως και το «Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ» που έκαναν το καθένα πάνω από 500.000 πωλήσεις. Με τις επιτυχίες αυτές έκανε τον Μίνω Μάτσα και ήταν πολύ ικανοποιημένος.
Έτος 1965: Κυκλοφόρησε ο πρώτος μου μεγάλος δίσκος με 12 τραγούδια και με τίτλο «ΑΛΕΚΟΣ ΚΙΤΣΑΚΗΣ, Το Αηδόνι της Ηπείρου».
Έτος 1970: Ηχογραφούνται το «Αγάπη ξημέρωσε φεύγω», το «Τζουμέρκα μου περήφανα» και το «Στης Πάργας τον ανήφορο» (το είχε γράψει το ’64-65’) και έγινε διεθνής επιτυχία Σημειώνεται ότι λόγω του τουρισμού της Πάργας το τραγούδι αυτό είναι γνωστό σε όλη την Ευρώπη.
Έτος 1976: Συναυλίες στο Ali Baba Center της Νέας Υόρκης για ένα μήνα. Του προτάθηκε αμοιβή 3.000 δολάρια ημερησίως και αρνήθηκε.
Έτος 1982: Συναυλία στο Τορόντο του Καναδά. 120.000 ακροατές.
Έτος 1983: Συναυλίες στην Αυστραλία: Πήγε 10 φορές.
Έτος 2005: Κάλαντα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια. Προβλήματα υγείας
Έτος 2011: Η εταιρεία MINOS-EMI κυκλοφόρησε ένα διπλό CD με γενικό τίτλο «40 χρυσές επιτυχίες, Αλέκος Κιτσάκης, το Αηδόνι της Ηπείρου.
Έτος 2012: Είναι 78 ετών. Η υγεία του βελτιώνεται και κάνει δημόσιες εμφανίσεις.
Έτος 2016: Απεβίωσε στα Ιωάννινα ενώ νοσηλευόταν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων
Πηγές; Ήπειρος.gr/Wikipedia
Ο Αλέκος Κιτσάκης, μετά από επίσκεψη στo Προεδρικό Μέγαρο το 2005, για να πει τα κάλαντα στον Ηπειρώτη φίλο του Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, επιστρέφοντας στό σπίτι υπέστη έμφραγμα και εγκεφαλικό επεισόδειο...
Η περιπετειώδης ζωή
Ο Αλ.Κιτσάκης, γεννήθηκε στο Ριζοβούνι του Νομού Πρεβέζης το
1934 και έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου άρχισε να συμμετέχει σε εκδηλώσεις της Ηπειρώτικης ομοσπονδίας καθώς και σε μια φιλανθρωπική εκδήλωση στο θέατρο Reχ με την Μαρίκα Κοτοπούλη.
'' Από την κοιλιά της μάνας μου τραγουδάω, γεννήθηκα με το τραγούδι. Όλο μου το σόι τραγουδάει. Ο πατέρας μου και η μάνα μου τραγουδούσανε. Δυστυχώς, όμως, τους έχασα πολύ νωρίς. Οκτώμιση μηνών με άφησε ο πατέρας μου, ενάμισι χρονών η μάνα μου. Και μεγάλωσα σε ξένα χέρια.
Είχε γίνει ολόκληρο συμβούλιο για το ποιος θα με πάρει, γιατί τότε, όταν έχασα τους γονείς μου, βύζαινα ακόμα. Κι ένας αδελφός της μάνας μου, ο Γιώργος Γιαννάκης, είχε τη γυναίκα του μ' ένα μωρό, οπότε αποφάσισε να με πάρει αυτός. Τέσσερα παιδιά και αυτός, καταλαβαίνεις, φτώχεια, δυστυχία, ορφάνια, όλα μαζί. Με πήρε, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος και με πήγαινε να με θηλάζουν σε γειτόνισσες, από εδώ και από εκεί.
Από μικρός όμως κατάλαβα ότι είχα μουσικό αυτί. Με πήγαινε ο θείος μου στα πρόβατα, άκουγα τα ξαδέλφια μου να τραγουδάνε και έπιανα όλο το ρυθμό. Και γι' αυτό ευχαριστώ το Θεό. Μου έδωσε ένα μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι αλλά παράλληλα μου έδωσε κι ένα μεγάλο μουσικό αυτί. Τα πιάνω όλα τα τραγούδια. Και αυτό με βοήθησε αν και ήμουν, μικρός και ορφανός, να είμαι κάτι σαν… φίρμα στο χωριό.
Μια φορά τραγούδησα όλη μέρα για να μου δώσουν ένα πορτοκάλι!
Άκουγα τα τραγούδια που λέγανε τα ξαδέλφια μου και τα τραγουδούσα. Τους άρεσαν. 'Έλα Αλέξη, τραγούδησε μας κάτι' μου έλεγαν.
Θυμάμαι μια φορά, παιδάκι τότε εγώ, γινόταν ένας γάμος στο Γαλατά. Φύλαγα τα πρόβατα κοντά, πιάνω ένα τραγούδι και σταμάτησε ο γάμος… Από πού έρχεται αυτή η φωνή; είπαν, λες και ήταν ένα σπάνιο αηδόνι. 'Ο Αλέξης, ο Αλέξης', φώναξαν. Και ξέρετε γιατί τραγούδησα; Μπας και με ακούσουν και με καλέσουν στο γάμο να μου δώσουν και μένα ένα πιάτο φαΐ. Δύσκολες εποχές, πετσί και κόκαλο ήμουνα.
Μια μέρα, θυμάμαι, με έβαλε ένας άνθρωπος, Δόσης λεγότανε, να τραγουδάω για να μου δώσει ένα πορτοκάλι. Τραγουδούσα όλη μέρα, με πέθανε. Όλη μέρα για ένα πορτοκάλι.
Εγώ το τραγούδι το έχω μέσα μου. Όλοι τραγουδούσαν αλλά εγώ ήμουν ένα αηδόνι! Αηδόνι! Τώρα, εδώ μέσα (σ.σ. η συνέντευξη έγινε σε καφετέρια), αν πάρω το μικρόφωνο θα γίνει χαμός. Δεν χρειάζεται να πιω δέκα μπουκάλια ουίσκι όπως κάνουν κάποιοι άλλοι για να κάνω κέφι. Όποτε μου πεις να τραγουδήσω, θα το κάνω, δεν έχω πρόβλημα. Είναι κάτι που βγαίνει αυθόρμητα από μέσα μου. Γι' αυτό σου λέω γεννήθηκα τραγουδιστής.
H ζωή μου ήταν δυστυχισμένη στο χωριό. Σε μια εποχή λίγο μετά τον πόλεμο, φαντάσου τι ζωή μπορούσε να έκανε ένα ορφανό παιδί. Κοιμόμασταν σ΄ ένα δωμάτιο πέντε παιδιά. Τη θειά μου τη φώναζα μάνα... Θυμάμαι, επτά χρονών, να με στέλνουν να βοσκήσω τις γίδες, να πεθαίνω από το κρύο με μια σκισμένη βελέντζα στην πλάτη και να μην μπορώ να κάνω τίποτα. Έκλαιγα και έλεγα, ρε παιδιά, να με πάρει η Παναγία, τόσο πολύ δύσκολες μέρες περνούσα. Άλλες φορές παρακαλούσα το Θεό να μου δώσει και μένα ένα ζευγάρι παπούτσια για να βάλω μέσα τα ποδαράκια μου. Αγανακτισμένος και πονεμένος, τέτοια δυστυχία.
Θυμάμαι ένας καπετάνιος, παλικάρι μεγάλο, υπασπιστής του Βενιζέλου, Νίκος Σουλιώτης το όνομα του, ερχόταν καμιά φορά στο χωριό, με άκουγε και ήθελε να με πάρει. Αλλά ο θείος δεν με άφηνε να φύγω γιατί φύλαγα τα προβατάκια. Και πάνω στην ορφάνια που είχα, πέθανε και η θειά. Είχε πάει να κάνει μια έκτρωση στα Λέλοβα, να βγάλει ένα παιδί που είχε πιάσει και πέθανε πάνω στην επέμβαση. Πέθανε η θειά μου, μένω δύο φορές ορφανός. Τι να το κάνω εγώ τώρα το παιδί έλεγε ο μπάρμπας μου ο Γιαννάκης, να φύγει το παιδί. Πέθανε η γυναίκα του και αναγκαστικά με έδιωξε.
Mε πήρε λοιπόν ένας χωριανός, 9-10 χρονών ήμουνα, και με πήγε στην Πρέβεζα. Μέσα στο αυτοκίνητο είχε ζώα κι εγώ μέσα σ' αυτά. Με βάζει στο «Γλάρο», το μοναδικό πλοίο που έκανε τότε τη διαδρομή Πρέβεζα - Πάτρα και κατεβαίνουμε στην Πάτρα. Όταν μπήκαμε μέσα στο πλοίο, ο πονηρός ο χωριανός μου λέει δεν αρχινάς κανένα τραγούδι εδώ -πάνω στο κατάστρωμα; Ξεκινάω λοιπόν να τραγουδώ την Τζαβέλαινα και μαζεύτηκε απ' όλο το καράβι σαν το μελίσσι, ο κόσμος. Ποιος τραγουδάει λέγανε όλοι. Το μαθαίνει ο καπετάνιος, 'φέρτον εδώ' λέει, ήθελε να με κάνει παιδί του, τόσο πολύ συγκινήθηκε από το τραγούδι. Με έβαλε να φάω γαρίδες, πόσες να φάω εγώ, μικρό παιδί ήμουνα.
Κάποια στιγμή, Οκτώβρης του '46, ήρθα στην Αθήνα. Με έφερε αυτός ο χωριανός μου, είχε έναν αδελφό στο Γουδί που δούλευε στο Υπουργείο Οικονομικών, Γεώργιος Παπαδήμας λεγότανε. Αυτός είχε καμιά δεκαπενταριά –είκοσι χρόνια στην Αθήνα. Τότε στο Γουδί δεν υπήρχε τίποτα, μόνο στρατώνες. Ο αδελφός του χωριανού μου έφτιαχνε ένα σπίτι τότε, γιαπί ήτανε και με έβαζε να φυλάω τα γουρούνια. Δύο-τρεις μήνες κράτησε αυτή η ιστορία. 'Ρε παιδιά, -τους έλεγα- εγώ φύλαγα πρόβατα στο χωριό, αν ήταν να έρθω στην Αθήνα να φυλάω γουρούνια καλύτερα να έμενα στο χωριό με τα προβατάκια'. 'Τι ήρθα να κάνω εδώ', αναρωτιόμουν.
Ευτυχώς μαθαίνει που ήμουνα ο Νίκος ο Σουλιώτης, ο καπετάνιος και έρχεται και με παίρνει. Χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη σε αυτόν τον άνθρωπο. Μιλάμε για μεγάλη προσωπικότητα. Με παίρνει, που λες, ο καπετάνιος και με πηγαίνει στα γραφεία της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας στην Αθήνα. Ήταν Δεκέμβρης του '46, τα γραφεία στεγαζόντουσαν τότε στην Καποδιστρίου -42.
Εκεί ήταν ο Σταμάτης, Γενικός Γραμματέας τότε της Πανηπειρωτικής, ο Μάρκος ο Θάνος, από τα ιδρυτικά μέλη και πρώτος πρόεδρος της Πανηπειρωτικής και ένας αντιπρόεδρος από το Πολυστάφυλο. 'Από πού είσαι' μου λένε, 'από το Σούλι' απαντώ. 'Για πες μας ένα τραγούδι' μου λένε. Και ξεκινάω ένα τραγούδι ρε παιδιά και… τρίξανε τα τζάμια.
Eίχα ίσκιο, όλοι με αγαπούσαν
Την Τζαβέλαινα είπα. Έτριξαν τα τζάμια. Ήμουν παιδί, αδύνατο, δεν περίμεναν να βγει τέτοια φωνή από μένα. Ενθουσιάστηκαν και είπανε να με βάλουνε να τραγουδήσω στην κοπή της πίτας. Κι έτσι αποφάσισαν να με βάλουν να τραγουδήσω στην πρώτη μεταπολεμική γιορτή της Ομοσπονδίας, στο κόψιμο της πίτας. Ήτανε 11 Ιανουαρίου του 1947 στο θέατρο της Αλίκης. Φαντάσου τότε, 11 χρονών παιδί, να βγει με καμάρι και να τραγουδάει για πρώτη φορά σε θέατρο. Στο πρόγραμμα που βγάλανε τότε λέγανε ότι τραγουδάει και ο μικρός Αλέξης. Ήμουν, που λες, συμπαθητικό παιδάκι. Γεννήθηκα έτσι. Είχα ίσκιο. Όποιος με γνώριζε ήθελε να με κάνει παιδί του.
Με ντύσανε με φουστανέλα και μου βάλανε και μια κορδέλα που έλεγε 'Σούλι'. Εγώ τότε δεν ήξερα τι εστί Πανηπειρωτική, τι εστί θέατρο. Τραγούδησα λοιπόν την Τζαβέλαινα. Την εποχή εκείνη ο κόσμος ήταν πολύ πονεμένος και μόλις με άκουσε τρελάθηκε. Κλαίγανε. Μόλις τελείωσα όλοι μου έδωσαν ένα θεόρατο χειροκρότημα. «Γεια σου λεβέντη μου, γεια σου Αλέκο μου, γεια σου Αλέξη μου» μου φωνάζανε. Χαμός έγινε. Και εκεί βγήκε ο Αχιλλέας ο Ζώης και είπε ότι αυτό το παιδί το αναλαμβάνει η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία υπό την προστασία της. Τον είχα σαν πατέρα μου αυτόν τον άνθρωπο.
Μετά την κοπή της πίτας με παίρνει ο Ζώης λοιπόν και με πάει στο Μινιόν. Τότε φορούσα ένα τραγίσιο κοντό παντελόνι, σκληρό Παναγιά μου, μου έτρωγε τα γόνατα και μου τα μάτωνε. Και με παίρνει λοιπόν, να είναι καλά εκεί που είναι τώρα ο άνθρωπος, για να μου βγάλει μια φωτογραφία για να θυμάμαι, μου λέει, που ήμουνα και πώς ξεκίνησα.
Αυτή η φωτογραφία είναι πολύ σημαντική για μένα, είναι ένα από τα κειμήλια μου. Αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος λοιπόν, ο Αχιλλέας ο Ζώης, μου πήρε το πρώτο κουστουμάκι από το Μινιόν, ένα γκρι. Και μου πήρε κι ένα παντελονάκι που ήταν πάνω από το γόνατα. Με το που το έβαλα και πέταξα το τραγίσιο παντελόνι πετούσα από τη χαρά μου. Φόρεσα και ωραία παπουτσάκια. Ένοιωσα σα να έγινα για πρώτη φορά γαμπρός στη ζωή μου…
Έτσι ήρθα στην Αθήνα για πρώτη φορά, ορφανό παιδί με τραγίσιο παντελόνι, τραγίσιο σακάκι και δύο αριστερά χιλιομπαλωμένα παπούτσια.
πό κει και πέρα, λοιπόν, αρχίζουν τα σπουδαία. Μέσα στο θέατρο, ξέχασα να πω, ήταν η Μαρίκα η Κοτοπούλη. Η μεγαλύτερη ηθοποιός, η μεγαλύτερη τραγωδός που έβγαλε ποτέ το ελληνικό θέατρο. Καταγόταν από τα Ζαγόρια η Κοτοπούλη. Ηπειρώτισσα και Ζαγορίσια. Όταν με άκουσε τρελάθηκε. Και έρχεται πάνω στα παρασκήνια και μου λέει, "παιδί μου εσύ είσαι φαινόμενο".
Εκείνη την εποχή δέσποζαν δύο ιέρειες στο ελληνικό θέατρο: Η Κυβέλη και η Κοτοπούλη. Η Κυβέλη ήταν δημοκρατικιά και έλεγαν ότι είχε σχέση τότε με τον Γεώργιο Παπαντρέου, το Γέρο της Δημοκρατίας.
Η Μαρίκα η Κοτοπούλη ήταν βασιλικότερη του Βασιλέως. Είχε μεγάλη σχέση με το παλάτι. Μόλις με άκουσε λοιπόν η Κοτοπούλη φώναξε τον Αχιλλέα το Ζώη και το ρώτησε, "ποιος έχει το παιδί αυτό;". "Το έχω εγώ" της απαντάει.
Θυμάμαι μέσα στον Ιανουάριο του 1947, η Κοτοπούλη θα έκανε μια γιορτή στο θέατρο Rex. Μια φιλανθρωπική γιορτή. Θα μου το φέρετε είπε στο Ζώη την τάδε Κυριακή να το βάλω να τραγουδήσει, να το ακούσει και η Φρειδερίκη. Πριγκίπισσα ήταν τότε η Φρειδερίκη, δεν είχε γίνει ακόμα βασίλισσα. Ήρθε λοιπόν ένα αυτοκίνητο, ταξί, να με πάρει από την πλατεία Αμερικής για να με πάει στο θέατρο Rex.
Όταν πήγα λοιπόν εκεί άνοιξε μια πόρτα. Εγώ δεν ήξερα τότε τίποτε. Μπήκα λοιπόν μέσα. Πατάνε ένα κουμπί και αρχίζουν όλα να κουνιούνται. "Που πάμε Θείο, που πάμε Θείο" έλεγα εγώ στον Ζώη, πέθανα από το φόβο μου. Πρώτη φόρα έμπαινα σ' ασανσέρ.
Ήταν και κάτι κυρίες με γούνες που πηγαίνανε στην εκδήλωση και πέθαναν στα γέλια. Τις βλέπει η Κοτοπούλη και τις λέει "Μη γελάτε. Αυτό το παιδί θα τραγουδήσει εδώ απόψε και θα 'πεθάνετε' από το χαμό που θα γίνει".
Βγήκα λοιπόν από το ασανσέρ και έτρεμαν τα πόδια μου. Πάει η Κοτοπούλη, βρίσκει τη Φρειδερίκη και την φωνάζει "Υψηλοτάτη". Παιδί, δώδεκα χρόνων ήμουν εγώ όταν είδα για πρώτη φορά τη Φρειδερίκη. "Υψηλοτάτη" -της λέει -"σας έφερα αυτό το ορφανό από μάνα και πατέρα, παιδί. Ήρθε με τα πόδια από τη δοξασμένη την Ήπειρό μας και θέλω να το προσέξεις ιδιαιτέρως Υψηλοτάτη γιατί τραγουδάει θαυμάσια και γιατί αξίζει τον κόπο να το στηρίξουμε. Το παιδάκι είναι ορφανό". "Θα το βοηθήσω" άκουσα τη Φρειδερίκη να λέει, όπως συζητούσαν μέσα οι δύο τους. Βγήκα, λοιπόν, να τραγουδήσω κι έγινε χαμός.
Θυμάμαι, όταν ήμουνα υπό την προστασία του παλατιού, φοιτούσα σ΄ ένα ιδιωτικό σχολείο στη Φιλοθέη. Πετούσαν τα μαλλιά μου προς τα πάνω σαν σπάθες και μου βάζανε μπριγιαντίνη για να μην πετάνε. Αλλά στο δρόμο από το σπίτι μέχρι το σχολείο αγρίευαν ξανά τα μαλλιά μου. «Εεε» μου λέει ένας μια φορά «πώς είσαι εσύ έτσι. Απαγορεύεται να πετάνε τα μαλλιά σου έτσι». Αγριεύω εγώ, πετάω ένα «γ… τη μάνα σου» και του ρίχνω ένα χαστούκι. Με πήγε λοιπόν στο Διευθυντή. «Γιατί, παιδάκι μου, του είπες «γ… τη μάνα σου». «Μου έφυγε η γλώσσα, κύριε, μου έφυγε η γλώσσα». Τι να πω… Τη γλίτωσα όμως.
Τα θρανία αν και ήτανε πολυτελείας εγώ τα χάραζα με ξυράφι και έγραφα το όνομα μου: Aλέξης Κιτσάκης. Ζορό παιδί μου.
Που λες, μετά τα γεγονότα αυτά, συνεννοήθηκε η Βασίλισσα με την Πανηπειρωτική για να με στείλουν σ' ένα ορφανοτροφείο. Είπε λοιπόν η Βασίλισσα στο Ζώη 'να στείλουμε αυτό το παιδί σ' ένα οικοτροφείο να βγάλει το Δημοτικό'.
Τότε ήταν γενικός διευθυντής όλων των οικοτροφείων και ορφανοτροφείων της Ελλάδος ο Θεόδωρος Θεοδωρίδης, του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.Ηπειρώτης. Θεός σχωρέστον. Τελικά συνεννοηθήκαν να με στείλουν στο οικοτροφείο Κερκύρας
Πήγα λοιπόν στο οικοτροφείο, στο Αχίλλειο Ίδρυμα, και έβγαλα το Δημοτικό. Εκεί έκανα πρόσκοπος και τραγουδούσα στις εκδηλώσεις. Πήρα αρχές ωραίες από τον προσκοπισμό. Ούτε ξέρω πώς έγινα πρόσκοπος να λέω την αλήθεια.
Πιστεύω πολύ στο Θεό και για την Παναγία τη Μεγαλόχαρη πεθαίνω. Όταν λέω πιστεύω, δεν εννοώ ότι πηγαίνω συχνά στην εκκλησία. Προσπαθώ να είμαι καλός άνθρωπος. Πιστεύω ότι σ' όλη μου την πορεία είχα μεγάλη βοήθεια από το Θεό.
Φεύγω, λοιπόν, από την Κέρκυρα και με στέλνουν, το Σεπτέμβριο του 1949, στη μέση Γεωπονική Σχολή Πατρών («Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο»). Έκανα τρία χρόνια εκεί. Εκεί στο Σκαγιοπούλειο με ακούσανε να τραγουδάω. Είχα έναν Παντελή Μαγγίνα καθηγητή. Ήταν σπουδαίος ψάλτης αυτός. Και ο διευθυντής της Σχολής, Τζάνης λεγότανε. Εκεί ήταν και ένας σπουδαίος καθηγητής από τα Τζουμέρκα, ο Τοπάλης Ευάγγελος.
Αυτοί οι άνθρωποι με βοηθήσανε πάρα πολύ στο ορφανοτροφείο. Με προσέχανε. Είχαμε και εργασίες, σκάβαμε, αλλά αυτοί δεν με έστελναν σε τέτοιες αγγαρείες για να μην κουράζομαι. Ειδικά ο Τοπάλης με πρόσεχε πάρα πολύ.
Ο Μαγγίνας, επειδή είχαμε μια εκκλησία μέσα, με έβαζε κάθε Κυριακή και έψελνα τον Απόστολο. Και ερχόταν κόσμος απ' έξω για να ακούσει το παιδάκι που έψελνε τον Απόστολο στο Σκαγιοπούλειο. Έψελνα εγώ, που λέτε, τρελαινόταν ο κόσμος.
Τι έκαναν λοιπόν: Με στέλνουν στο Ωδείο Πατρών. Πήγα στο Ωδείο τότε. Και τραγούδαγα στην «ώρα του αγρότη», είχε μια εκπομπή τότε ο Μαγγίνας στο ραδιόφωνο και με έβαζε και τραγούδαγα στην εκπομπή του. Χάλαγε ο κόσμος, όλη η Πάτρα με άκουγε. 'Ποιο παιδάκι τραγουδάει λέγανε' και ανοίγανε το ράδιο για να με ακούνε να τραγουδάω. Τρελάθηκε όλη η Πάτρα τότε.
Όταν, λοιπόν, τελείωσα με το καλό το 'Σκαγιοπούλειο' πήγα στην Αθήνα. Και από εδώ αρχίζει η ιστορία η μεγάλη παιδάκι μου. Αρχίζει ο Γολγοθάς της ζωής...
Στην Αθήνα δεν είχα κανέναν. Κοιμόμουνα σ' ένα γκαράζ στην οδό Αγίου Μελετίου και Λιοσίων γωνία.
Θυμάμαι ότι τραγούδησα σε μια εκδήλωση στο θέατρο Παρνασσού στην πλατεία Καρύτση, εκεί που έβγαιναν παλιά «ΤΑ ΝΕΑ». Εδώ αρχίζει τώρα η ζωή. Εκεί κάνανε εκδηλώσεις τα Ωδεία και διάφοροι σύλλογοι. Τραγουδάω, λοιπόν, σε μια εκδήλωση και μέσα ήταν ο Γενικός Διευθυντής του ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας). Και μ' άκουσε. Τρελάθηκε. Αμέσως με φωνάζει. «Έλα εδώ παιδί μου» λέει, «θέλω να έρθεις στο γραφείο μου». Το να τραγουδήσεις τότε στο ραδιόφωνο ήταν το μεγαλύτερο δώρο. Πάω λοιπόν και μου δίνει τότε δύο εκπομπές. Να τραγουδάω Δημοτικά τραγούδια δύο φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και Πέμπτη. Σε κάθε εκπομπή τραγουδούσα συνέχεια για μισή ώρα. Από εδώ, λοιπόν, αρχίζει η τύχη μου.
Άκου να δεις τώρα. Στο ΕΙΡ, ήταν η μεγαλύτερη δημοσιογράφος που υπήρχε τότε στο ραδιόφωνο. Η Αθηνά Σπανούδη. Αυτή κυριαρχούσε τότε στο ραδιόφωνο. Ήταν κόρη του Κωνσταντίνου Σπανούδη πρώτου προέδρου και ιδρυτή της ΑΕΚ. Μεγάλη Κωνσταντινουπολίτικη οικογένεια αυτή. Με ακούει, λοιπόν, αυτή και μου λέει, «θα σε πάω στον Καλομοίρη». Κοιτάξτε να δείτε πώς ανοίγει ο δρόμος τώρα για τη ζωή μου.
Ο ένας με πήγε στο ραδιόφωνο και η Σπανούδη με παίρνει από το χέρι και με πάει στον Καλομοίρη. Αυτή η Σπανούδη, δε, ήταν φίλη ενός μεγάλου γιατρού τότε ακτινολόγου, του Βασίλειου Χρήστου, Θεός σχωρές την ψυχούλα του. Αυτός καταγόταν από τη Πυρσόγιαννη Κονίτσης. Μεγάλος ακτινολόγος, ιατρός. Ο Θεός τον έστειλε, γιατί σου λέω πιστεύω στο Θεό. Αυτός που λες είχε ένα ιατρείο, Μενάνδρου 58. Ολόκληρο όροφο δικό του.
Για τρεις ανθρώπους αισθάνομαι ες αεί ευγνωμοσύνη. Σημειώστε τους: Ένας είναι ο Αθανάσιος Γκογκόνης, Βορειοηπειρώτης και πολύ μεγάλος δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ηπειρωτικό Μέλλον». Μετά είναι ο Σταμάτης Κωνσταντίνος, δικηγόρος και για πολλά χρόνια Γενικός Γραμματέας της Πανηπειρωτικής και τέλος ο ακτινολόγος γιατρός Βασίλειος Χρήστου. Γι' αυτούς τους τρεις αισθάνομαι ες αεί ευγνωμοσύνη. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για πολύ κόσμο αλλά ειδικά γι' αυτούς τους τρεις περισσότερο. Αυτοί οι τρεις με στήριξαν.
Με παίρνει λοιπόν η Αθηνά η Σπανούδη από το χέρι και με πάει στο Μανώλη τον Καλομοίρη. Ο Μανώλης ο Καλομοίρης είναι ο ιδρυτής του Εθνικού Ωδείου –τότε ήταν και πρόεδρος του Εθνικού Ωδείου- και για μένα ο μεγαλύτερος μουσουργός που έβγαλε ποτέ η χώρα μας. Και λάτρευε το Δημοτικό τραγούδι. Κι αυτός κι η γυναίκα του. Άκου να δεις που μ' έστειλε. Ακαδημαϊκός και αθάνατος ο Καλομοίρης. Βιβλική μορφή αυτός ο άνθρωπος. Να τον έχει καλεί ο Θεούλης εκεί που' ναι. Είχα την τύχη λοιπόν να πάω σ' αυτόν τον άνθρωπο που ήταν κολοσσός τότε.
Με πάει λοιπόν στο Ωδείο και λέει στο Καλομοίρη, «Μανώλη σου φέρνω το μεγαλύτερο ταλέντο που είδαν τα μάτια μου». Με πήρε ο Καλομοίρης, βιβλική μορφή, όπως προανέφερα, από τη Σάμο καταγόταν. Με έπιασε δέος όταν τον είδα. «Έλα εδώ παιδί μου», μου λέει, «να σε πάμε στο διοικητικό συμβούλιο να σ' ακούσουμε».
Πάω μέσα λοιπόν και τραγουδάω. Μόλις με άκουσαν τρελάθηκαν.
Και με πιάνει η καθηγήτρια ορθοφωνίας, η Μάγκυ Καρατζά, προσωπική φίλη του Δημήτρη Μητρόπουλου, μεγάλου μαέστρου, διευθυντή συμφωνικής ορχήστρας της Νέας Υόρκης. Παίρνει το πιάνο και μου λέει «οοοοοο-ιιιιιιιι, ταταταν ταταταν», έλεγε τους τόνους και περίμενε να τους πω κι εγώ. Ήθελαν να διαπιστώσουν αν έχω μουσικό αυτί για να δουν αν μπορώ να προοδεύσω. Ξεκινάω λοιπόν εγώ και τα λέω ακριβώς με τους τόνους που μου είπε. Πως συνδυάζονται αυτά παιδιά; Αυτό είναι το φαινόμενο. Να συνδυάζεις και τα δύο. Αλλάζει πάλι τόνους, τους λέω σωστά εγώ. Μόλις εκείνοι ακούσαν ότι έπαιρνε στροφές το αυτί μου, είπαν ότι 'αυτό το παιδί θα γίνει μεγάλος τραγουδιστής'. «Αυτό το παιδί είναι φαινόμενο» είπαν.
Αποφασίζει λοιπόν το Διοικητικό Συμβούλιο να με δεχθεί στο Εθνικό Ωδείο δωρεάν. Με υποτροφία, να μην πληρώνω φράγκο. Το χαρτί ότι είχα σπουδάσει στο Εθνικό Ωδείο το είχα χάσει βρε παιδιά, και το βρήκα πρόσφατα.
Και είχα, θυμάμαι, την Καίτη Μοσχούτη καθηγήτρια στο σολφέζ, να την έχει καλά ο Θεός και η Παναγία. Όλα δεκάρια μου έβαζε.
Και ξεκινάω στο Εθνικό Ωδείο. Και μου έλεγε ο Καλομοίρης, 'για να σου βάλω άριστα εγώ θα μου πεις ένα κλέφτικο'. Και ξεκινούσα τα κλέφτικα.''
Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στό Οικοτροφείο Κέρκυρας (Αχίλλειο Ίδρυμα) και τον Σεπτέμβριο 1949 στάλθηκε στή Μέση Γεωπονική σχολή Πατρών (Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο) όπου παράλληλα σπούδασε στό Ωδείο Πατρών, έψελνε στήν εκκλησία και παρουσιάζονταν σε εκπομπές Δημοτικού τραγουδιού στό ραδιόφωνο.
Το 1966 είχε έναν ατυχή πρώτο γάμο και το 1987 είχε το δεύτερο γάμο του, από τον οποίο απέκτησε ένα αγόρι. Η κηδεία του θα γίνει μεθάυριο Τεταρτη (4/2/2016)στον Άγιο Νικόλαο Κοπάνων,στα Γιάννενα.
Ηχογράφησε περίπου 2500 τραγούδια. Είχε συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού όπως την Καίτη Γκρέι, τον Στέλιο Καζαντζίδη, τη Μαρινέλλα, τη Ρίτα Σακελαρίου, την Τζένη Βάνου, τον Περικλή Περράκη, τον Βασίλη Σούκα, τον Στάθη Κάβουρα, και πολλούς άλλους καλλιτέχνες.
Τα χιλιάδες τραγούδια του, εξυμνούν συνήθως την Ήπειρο, την φυσική ομορφιά του τοπίου, την ποιμενική ζωή, την ξενιτιά, τον έρωτα αλλά και τους αγώνες του Ελληνικού Έθνους. Η χροιά της φωνής του τον καταξίωσε ως υπ αριθμόν ένα τραγουδιστή Δημοτικών Τραγουδιών του εικοστού αιώνα, και είχε χαρακτηριστεί «ως ο Στέλιος Καζαντζίδης του δημοτικού τραγουδιού». O αξέχαστος Έλληνας τραγουδιστής, Στέλιος Καζαντζίδης ήταν θαυμαστής του Αλέκου Κιτσάκη.Μέσα από την φωνή του βρήκε τρόπο έκφρασης ο έρωτας, η ξενιτιά, η ποιμενική ζωή και οι αγώνες του λαού μας.
Καλλιτεχνικό έργο - Ημερολόγιο
Έτος 1934: Γέννηση στο Ριζοβούνι Πρέβεζας.
Έτος 1935: Μένει ορφανός από πατέρα.
Έτος 1937: Μένει ορφανός από μητέρα. Υιοθετείται από τον θείο του.
Έτος 1946: Φεύγει για την Αθήνα με το πλοίο "Γλάρος" από Πρέβεζα.
Έτος 1954: Γραμμοφωνεί τα τρία πρώτα τραγούδια με τον Βάιο Μαλλιάρα τον κλαρινίστα.
Έτος 1956: Γραμμοφωνεί τα εξής τέσσερα τραγούδια: "Βλαχοθανάσης", "Βασίλω μου σ' αντάμωσα", "Λίτσα Βαγγελίτσα μου" και "Περιστεράκια όμορφα".
Έτος 1960: Ηχογραφούνται «Οι κλέφτες», το «Πάμε στο λόγγο για ξύλα μωρ Λένη», όπως και το «Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ» που έκαναν το καθένα πάνω από 500.000 πωλήσεις. Με τις επιτυχίες αυτές έκανε τον Μίνω Μάτσα και ήταν πολύ ικανοποιημένος.
Έτος 1965: Κυκλοφόρησε ο πρώτος μου μεγάλος δίσκος με 12 τραγούδια και με τίτλο «ΑΛΕΚΟΣ ΚΙΤΣΑΚΗΣ, Το Αηδόνι της Ηπείρου».
Έτος 1970: Ηχογραφούνται το «Αγάπη ξημέρωσε φεύγω», το «Τζουμέρκα μου περήφανα» και το «Στης Πάργας τον ανήφορο» (το είχε γράψει το ’64-65’) και έγινε διεθνής επιτυχία Σημειώνεται ότι λόγω του τουρισμού της Πάργας το τραγούδι αυτό είναι γνωστό σε όλη την Ευρώπη.
Έτος 1976: Συναυλίες στο Ali Baba Center της Νέας Υόρκης για ένα μήνα. Του προτάθηκε αμοιβή 3.000 δολάρια ημερησίως και αρνήθηκε.
Έτος 1982: Συναυλία στο Τορόντο του Καναδά. 120.000 ακροατές.
Έτος 1983: Συναυλίες στην Αυστραλία: Πήγε 10 φορές.
Έτος 2005: Κάλαντα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια. Προβλήματα υγείας
Έτος 2011: Η εταιρεία MINOS-EMI κυκλοφόρησε ένα διπλό CD με γενικό τίτλο «40 χρυσές επιτυχίες, Αλέκος Κιτσάκης, το Αηδόνι της Ηπείρου.
Έτος 2012: Είναι 78 ετών. Η υγεία του βελτιώνεται και κάνει δημόσιες εμφανίσεις.
Έτος 2016: Απεβίωσε στα Ιωάννινα ενώ νοσηλευόταν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων
Πηγές; Ήπειρος.gr/Wikipedia
No comments:
Post a Comment